αποκουμπώ

αποκουμπώ
-ησα
1. αποθέτω, αφήνω: Αποκούμπησε το ραβδί του στο πεζούλι και κάθισε.
2. στηρίζομαι, καταφεύγω: Αν φύγουν τα παιδιά, πού θα αποκουμπήσουν οι γέροι;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποκουμπώ — κ. απακουμπώ ( άω) (Μ ἀπακουμπῶ) στηρίζομαι κάπου νεοελλ. 1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ ένα σημείο 2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι 3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ 4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία …   Dictionary of Greek

  • αποκούμπι — κ. ανακούμπι, το 1. το μέρος ή το σημείο όπου μπορεί κανείς ν ακουμπήσει, να στηριχθεί 2. (για πρόσωπα) καταφύγιο, προστασία 3. (για κτήμα, χρήματα κ.λπ.) ενίσχυση, εξασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκουμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ κυνήγι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”