- αποκουμπώ
- -ησα1. αποθέτω, αφήνω: Αποκούμπησε το ραβδί του στο πεζούλι και κάθισε.2. στηρίζομαι, καταφεύγω: Αν φύγουν τα παιδιά, πού θα αποκουμπήσουν οι γέροι;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.